- προπηδώ
- -άω, ΜΑπηδώ προς τα εμπρόςαρχ.1. πηδώ πριν από άλλον, πηδώ προηγουμένως2. είμαι πρόθυμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπήδημα — τό, Ν το αποτέλεσμα τού προπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπηδῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Θ. Παγόνα] … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προπήδησις — ήσεως, ἡ, Α [προπηδῶ] 1. πήδημα προς τα εμπρός 2. προεκβολή προς τα εμπρός ή προς τα έξω («προπήδησις ὀφθαλμῶν», Πολ.) 3. εξάρθρωση … Dictionary of Greek